Είδος μοσχαρίσιου κρέατος απο στήθος ή κυλόττο ή στρογγυλό το οποίο έχει υποστεί επεξεργασία μέσα σε άρμη με τη προσθήκη μπαχαρικών-μυρωδικών, όπως τριμμένο σκόρδο, πάπρικα, θυμάρι, μαϊντανός καθώς και πίκλες διάφορες.
Ιστορικά θεωρείται παραδοσιακό Ιρλανδικό φαγητό που σερβίρετο μία φορα το χρόνο στην ύπαιθρο, ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα. Επειδή τότε δεν υπήρχαν ψυγεία για τη διατήρηση του κρέατος και επειδή το μοσχάρι ήταν ακριβό για να σπαταλείται, το έκοβαν σε κομμάτια και το αλάτιζαν.
Ο όρος "κόρν" (corned) δεν έχει σχέση με το καλαμπόκι (corn). Αφορά τη μέθοδο που ακολουθούσαν για τη διατήρηση του κρέατος. Επαιρναν μεγάλα κομμάτια χοντρό αλάτι, μακρουλά σαν ολόκληρα αραποσίτια και με αυτά έτριβαν το κρέας. Αργότερα η άρμη (brine) αντικατέστησε το χοντρό αλάτι, αλλά η ονομασία έμεινε.
Corned beef
No comments:
Post a Comment